- ἐλλειπτικοῦ
- ἐλλειπτικόςellipticmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
ένδεια — η (AM ἔνδεια) 1. έλλειψη τών αναγκαίων, απορία 2. έλλειψη («ένδεια χρημάτων, πόρων, θάρρους», «ένδεια πνευματική», «ἔνδεια δυνάμεως») αρχ. 1. στέρηση, έλλειψη (σε αντίθεση προς την υπερβολή) («μετρητική... ὑπερβολῆς τε καὶ ἐνδείας») 2. λιμός,… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ελλειπτικότητα — η η ιδιότητα τού ελλειπτικού … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
υπερελλειπτικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερελλειπτικό ολοκλήρωμα» μαθημ. περίπτωση ελλειπτικού ολοκληρώματος στο οποίο ο βαθμός τού πολυωνύμου είναι ίσος ή μεγαλύτερος από 5. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ελλειπτικός] … Dictionary of Greek
ακουστική κηλίδα — Πρόκειται για ένα σημείο του εσωτερικού τοιχώματος του σφαιρικού και ελλειπτικού κυστιδίου, στο αφτί. Περιέχει νευροεπιθηλιακά κύτταρα στα οποία καταλήγει το αιθουσαίο νεύρο … Dictionary of Greek
Γκραθιάν, Μπαλτασάρ — (Balthasar Gracian, Μπελμόντε ντε Καταλαγιούντ 1601 – Ταραχόνα 1658).Ισπανός συγγραφέας και φιλόσοφος. Καθηγητής στη Χουέσκα, σύχναζε στο σπίτι του εκδότη και φίλου του Ντε Λαστανόσα, που ήταν ανοιχτό στους ανθρώπους των γραμμάτων. Μετά τη… … Dictionary of Greek
δακτυλιοειδής γαλαξίας — (Αστρον.).Ένας πολύ σπάνιος τύπος γαλαξία που έχει τη μορφή ελλειπτικού δακτυλίου είτε με έναν ευμεγέθη πυρήνα, συχνά μετατοπισμένο από το κέντρο του, είτε χωρίς ύλη που ακτινοβολεί στο εσωτερικό του. Σε πολλές περιπτώσεις τον δ.γ. συνοδεύει ένας … Dictionary of Greek